Ορόσημο για τη διαφύλαξη και διάσωση της πολυπολιτισμικής ιστορίας της Κύπρου σηματοδοτεί η έναρξη των εργασιών της ψηφιοποίησης, ολιστικής τεκμηρίωσης και τρισδιάστατης απεικόνισης του ιστορικού ναού του Αγίου Αντωνίου καθώς και του μουσουλμανικού τεμένους Koprulu Haci Ibrahim Aga, που βρίσκονται πλάι – πλάι στην υπό διαμόρφωση Πλατεία Ειρήνης και Φιλίας, στο κέντρο της Λεμεσού.
Η ταυτόχρονη ψηφιοποίηση των δύο ιστορικών θρησκευτικών μνημείων άρχισε να λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο Θερινού Εκπαιδευτικού Σχολείου, που διοργάνωσε την περασμένη εβδομάδα στη Λεμεσό η Έδρα ΟΥΝΕΣΚΟ στη Ψηφιακή Πολιτιστική Κληρονομιά, στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Με επικεφαλής τον τον Κάτοχο της Έδρας του Ευρωπαϊκού Ερευνητικού Χώρου στη Ψηφιακή Πολιτιστική Κληρονομιά στο ΤΕΠΑΚ, Καθηγητή Κυριάκο Ευσταθίου καθώς και τον Κάτοχο της Έδρας ΟΥΝΕΣΚΟ στη Ψηφιακή Πολιτιστική Κληρονομιά στο ΤΕΠΑΚ, Δρ. Μαρίνο Ιωαννίδη, πολυμελής διεπιστημονική ομάδα από το Εκπαιδευτικό Σχολείο είχε συγκεκριμένα την ευκαιρία να επισκεφθεί επί τόπου τα δύο ιστορικά θρησκευτικά μνημεία, που εξακολουθούν να λειτουργούν στο κέντρο της Λεμεσού και να εγκαινιάσει τις εργασίες τρισδιάστατης ψηφιοποίησης, ολιστικής τεκμηρίωσης και μοντελοποίησης.
Ο ναός του Αγίου Αντωνίου Λεμεσού βρίσκεται στην οδό Κιοπρουλουζατέ, στην πρώην τουρκική συνοικία της πόλης, πάνω στην όχθη του ποταμού Γαρύλλη και πίσω από τη Μαρίνα Λεμεσού. Ο ναός οικοδομήθηκε γύρω στο 1870, στη θέση παλαιότερης εκκλησίας που υπήρχε στο σημείο ενώ στο πέρασμα των δεκαετιών απέκτησε σημαίνουσα πολιτισμική αξία για την πόλη, κυρίως για την περιοχή στην οποία βρίσκεται. Μια γειτονιά που από τις αρχές της Οθωμανικής Διοίκησης της Κύπρου υπήρξε η τουρκική συνοικία της Λεμεσού.
Κατά τη δεκαετία του 1950, όταν οι σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο άρχισαν να διασαλεύονται, οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι άρχισαν να εγκαταλείπουν την περιοχή. Γεγονός που έμελλε να αντιστραφεί δύο δεκαετίες αργότερα, όταν, μετά την τουρκική εισβολή του 1974, στη γειτονιά στεγάστηκαν εργαστήρια εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων, μετά που είχαν εγκαταλειφθεί, λόγω της βίαιης μετακίνησης των πληθυσμών, από τους Τουρκοκύπριους της Λεμεσού.
Διαθέτοντας ένα ψηλό και εντυπωσιακό καμπαναριό, ο Άγιος Αντώνιος είναι κτίσμα πετρόχτιστης βασιλικής. Μετά από μια μεγάλη πλημμύρα το 1894, ο ναός υπέστη σημαντικές ζημιές οι οποίες ωστόσο επιδιορθώθηκαν. Η ιστορικότητα του σημείου ενισχύεται και από το ότι, προτού ξεσπάσουν οι διακοινοτικές φασαρίες, ανήμερα της γιορτής του Αγίου, στον περίβολο της εκκλησίας γινόταν πανηγύρι, στο οποίο συμμετείχαν τόσο οι χριστιανοί όσο και οι μουσουλμάνοι αλλά και όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης.
Σε ό,τι αφορά στο τζαμί Koprulu Haci Ibhrahim Aga, η παράδοση λέει ότι ο ιδρυτής του ορκίστηκε ότι αν επέστρεφε με ασφάλεια από μια εκστρατεία στην Άκρα της Συρίας, θα ίδρυε στο σημείο όπου είχε καταγαγεί ένα τζαμί. Όταν τελικά επέστρεψε στη Λεμεσό, κατασκεύασε πράγματι το τζαμί στη θέση αυτή, όπου το τέμενος σώζεται μέχρι σήμερα, στην κοίτη του ποταμού Γαρύλλη και απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Ο Koprulu Haci Ibhrahim Aga θάφτηκε μάλιστα στα αριστερά της πύλης που οδηγεί στον κήπο του τζαμιού.
Όταν το 1894 ο ποταμός υπερχείλισε, μέρος του τεμένους επίσης καταστράφηκε και ο μιναρές σχεδόν κατέρρευσε. Τότε, τα παιδιά και τα εγγόνια του Koprulu Haci Ibhrahim Aga άρχισαν να προβαίνουν σε επιδιορθωτικές εργασίες που διήρκησαν μέχρι το 1931. Το ιστορικό μνημείο επισκευάστηκε τελικά πλήρως, με έξοδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις αρχές της δεκαετίας του 2000! Τον Απρίλιο του 2012, το τζαμί υπέστη σοβαρές ζημιές από εμπρησμό, οι οποίες αποκαταστάθηκαν στη συνέχεια από τον Δήμο.
Η ψηφιοποίηση των δύο θρησκευτικών μνημείων από το ΤΕΠΑΚ αποκτά πρόσθετη σημασία, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Δήμος Λεμεσού έχει τροχοδρομήσει διαδικασίες ούτως ώστε στην περιοχή να διαμορφωθεί η νέα μεγάλη πλατεία της πόλης, η πολυσυζητημένη Πλατεία Ειρήνης και Φιλίας, που αναμένεται να αποτελέσει συμβολικό αλλά και ουσιαστικό τοπωνύμιο στον αστικό ιστό. Ένα φιλόδοξο έργο, που για χρόνια βρισκόταν σε στασιμότητα λόγω προβλημάτων απαλλοτρίωσης και άρνησης ιδιοκτητών υποστατικών να μετακινηθούν και για το οποίο θέμα ωστόσο φαίνεται να βρέθηκε λύση προσφάτως, με το έργο να βαδίζει προς υλοποίηση το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Με θέμα τον «Eπαναπροσδιορισμό της τεκμηρίωσης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς στη μεταβατική εποχή του Ψηφιακού Σύμπαντος», το Θερινό Εκπαιδευτικό Σχολείο σχολείο του ΤΕΠΑΚ πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στη Λεμεσό με τεράστια επιτυχία προσελκύοντας στο νησί μας διεθνούς κλάσης και εμβέλειας εμπειρογνώμονες καθώς και αριθμό φοιτητών και ερευνητών. Τα εγκαίνια τελέστηκαν από την Υφυπουργό Πολιτισμού Δρ. Βασιλική Κασσιανίδου, τον Δήμαρχο Λεμεσού κ. Νίκο Νικολαίδη και τον Πρύτανη ΤΕΠΑΚ Δρ. Παναγιώτη Ζαφείρη. Πρόκειται ξεκάθαρα για την πρώτη φορά που διεξήχθη στην Κύπρο ένα τόσο εντατικό, πρακτικής κατεύθυνσης εκπαιδευτικό σχολείο, γύρω από ζητήματα ψηφιοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Να αναφερθεί, τέλος, ότι με την ολοκλήρωση του πενθήμερου Εκπαιδευτικού Σχολείου, ο Δήμαρχος Λεμεσού απένειμε στους συμμετέχοντες τιμητικά διπλώματα.